παρέγγραφος

παρέγγραφος
-ον, ΜΑ [παρεγγράφω]
εμβόλιμος
αρχ.
(για πολίτη) παρέγγραπτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρέγγραφος — interpolated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγγράφω — παρέγγραφος interpolated masc/fem/neut nom/voc/acc dual παρέγγραφος interpolated masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) παρεγγράφω write by the side pres subj act 1st sg παρεγγράφω write by the side pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγγράφους — παρέγγραφος interpolated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγγράφων — παρέγγραφος interpolated masc/fem/neut gen pl παρεγγράφω write by the side pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”